ασορτί

ασορτί
το
(λ. γαλλ.), άκλ., ταιριαστό (για χρώματα): Η τσάντα αυτή θα είναι ασορτί με τα παπούτσια που πήρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”